- βραχιόλι
- Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα αρχαιότερα κοσμήματα του ανθρώπου· πρωτοεμφανίστηκε στην εποχή του χαλκού.
Στην Αίγυπτο, άντρες και γυναίκες στολίζονταν με θαυμάσια β., σχεδόν πάντοτε επίπεδα ή ταινιοειδή, τεκμήρια της υψηλής στάθμης της βιοτεχνίας που άνθισε παράλληλα με τις μεγάλες τέχνες. Το β. ήταν επίσης πολύ διαδεδομένο στους Ασσυρίους, στους Εβραίους και γενικά σε όλους τους ασιατικούς λαούς. Στην Κίνα, τα πρώτα β. –πιθανώς ινδικής προέλευσης και κατασκευασμένα συνήθως από νεφρίτη ή ξύλο με ένθετες διακοσμήσεις– εμφανίστηκαν πολύ αργά (μόλις τον 1ο αι. μ.Χ. παρουσιάζεται σε ένα λεξικό ο αντίστοιχος όρος).
Στην Ελλάδα τα β., γνωστά από τη μινωική εποχή και ύστερα ως στολίδια κυρίως των γυναικών, δεν ήταν τόσο πολύτιμα όσο τα ασιατικά, διακρίνονταν όμως για την πρωτοτυπία και τη λιτή κομψότητά τους. Κατά κανόνα ήταν χρυσά, χωρίς πολύτιμους λίθους, στριφτά και κατέληγαν σε ένα ή δύο κεφάλια φιδιού, λιονταριού ή άλλου ζώου. Οι Ρωμαίοι, ακόμα και οι άντρες, συνήθιζαν να φορούν βαριά β., φορτωμένα με πολύτιμες πέτρες και μετάλλια, στους βραχίονες ή στα σφυρά. Η ίδια συνήθεια επικράτησε και σε ορισμένους γερμανικούς λαούς, αλλά και στους ανατολικούς και στους αφρικανικούς, από την αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους. Κάποτε το β. χρησίμευε και ως διακριτικό σύμβολο, όπως αναφέρει και ο Τίτος Λίβιος, σχετικά με εκείνο το β. που φορούσαν οι Σαβίνοι για να αναγνωρίζονται στις μάχες και να ξεχωρίζουν από τους εχθρούς.
Στους κελτικούς λαούς στολίζονταν με β. κυρίως οι άντρες. Ήταν πολύ διαδεδομένα κοσμήματα, σε ποικίλα σχήματα, λεία ή στριφτά, με έντυπες διακοσμήσεις· πολλά από αυτά τα β. βρέθηκαν σε τάφους βάρβαρων αρχηγών.
Στον Μεσαίωνα, με την αυστηρότητα των ενδυμάτων, ιδιαίτερα στη Δύση, το β. παράκμασε για να αναφανεί και πάλι στην Αναγέννηση και να γίνει, όταν επικράτησε ο συρμός των κοντών μανικιών, ίσως το πιο διαδεδομένο γυναικείο κόσμημα. Είχε συχνά δύο σειρές μαργαριταριών και χρυσό κούμπωμα στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Τα β. του 17ου αι., μολονότι σχεδιασμένα με μεγαλύτερη φαντασία, δεν είχαν ουσιαστικές διαφορές από τα αναγεννησιακά· όμως τον επόμενο αιώνα η όψη τους άλλαξε σημαντικά με την προσθήκη νέων στοιχείων, όπως οι καμέες, οι μινιατούρες, οι μικρές προσωπογραφίες κ.ά. Το β., περιορισμένο για ένα διάστημα από το αυστηρό πνεύμα της Γαλλικής επανάστασης, επανεμφανίστηκε λίγο αργότερα, πιο πολύπλοκο μάλιστα, με περισσότερες στροφές και φοριόταν επάνω από τα μανίκια και τα μακριά γάντια. Τον 19ο αι. τα β., σχεδόν πάντοτε χρυσά, είχαν διάφορα σχήματα ταινιοειδή, σκληρά, με ένθετες πέτρες ή καμέες, μαργαριταρένια με πολύτιμα χρυσά κουμπώματα και πολλά άλλα. Στην εποχή μας τα β. διατηρούν την ποικιλία των σχημάτων συνεχίζοντας παραδοσιακά μοτίβα ή εμφανίζοντας ασυνήθιστα και πρωτότυπα σχέδια. Είναι προϊόντα μιας εξελιγμένης και λεπτής βιοτεχνίας και μεγάλης ειδίκευσης, σχεδιάζονται μάλιστα πολλές φορές από μεγάλους καλλιτέχνες, ζωγράφους ή γλύπτες.
Το β., που γνώρισε πάντοτε μεγάλη εύνοια, παραμένει ακόμα ένα από τα κοινότερα στολίδια ορισμένων λαών ως δείγμα πλούτου και κοινωνικής τάξης. Ορισμένες αφρικανικές φυλές χρησιμοποιούν β. από δέρμα κατσίκας στολισμένα με χάλκινο σύρμα. Είναι πραγματικά αριστουργήματα κατασκευής και φαντασίας, όπως και εκείνα από μαύρο μάρμαρο των Τουαρέγκ και των φυλών του δυτικού Σουδάν καθώς και τα πλεγμένα με μεγάλη δεξιοτεχνία β. από φυτικές ίνες άλλων ιθαγενών. Το κυκλικό σχήμα έδωσε συχνά στο β. μαγική σημασία. Για παράδειγμα, οι Μπαγκόμπο των Φιλιππίνων πιστεύουν ότι συγκρατούν την ψυχή του ετοιμοθάνατου αν του περάσουν στα χέρια και στα πόδια β. από χάλκινα σύρματα.
Τα βραχιόλια ήταν από τα πρώτα κοσμήματα του ανθρώπου. Στις φωτογραφίες: 1) Χρυσό βραχιόλι από το Λουριστάν (7ος αι. π.Χ.), 2) αργυρό βραχιόλι από το Τουρκεστάν, 3) ετρουσκικό βραχιόλι, 4) χρυσό αιγυπτιακό βραχιόλι με σμάλτο, 5) χρυσό βραχιόλι από τη Σαρδηνία (φωτ. Benilacqua).
* * *το (AM βραχιόλιον, Μ και βραχιόλιν)κυκλικό κόσμημα για τον καρπό ή τον πήχυ του χεριούνεοελλ.1. πλατύς δακτύλιος που συνδέει δύο τμήματα όπλου ή μηχανήματος2. πληθ. βραχιόλια, ταοι χειροπέδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχιόλιον < λατ. bracchiolum» «μικρός βραχίων» < λατ. brac (c) hium «βραχίων» < βραχίων].
Dictionary of Greek. 2013.